στεφάνι

στεφάνι
το
1. ό,τι περιβάλλει κάτι.
2. ανθοστέφανος: Κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
3. γαμήλιος στέφανος: Δεν έβαλαν ακόμη στεφάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν …   Dictionary of Greek

  • Στέφανι, Αγκοστίνο — (Steffani). Ιταλός μουσικοσυνθέτης (Καστελφράνκο Βένετο 1654 – Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1728). Σπούδασε μουσική στο Μόναχο (1669 1671) με τον Γ.Κ. Κερλ και τελειοποιήθηκε στη Ρώμη (1672 1674) με τους Καρίσιμι και Μπερνάμπεϊ. Μετά το ταξίδι του… …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνι, Λούντολφ — (Stephani). Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος (1816 – 1887). Χρημάτισε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ντόρπαρτ της Γερμανίας και κατόπιν διευθυντής του μουσείου των κλασικών αρχαιοτήτων της Πετρούπολης. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ιταλία και… …   Dictionary of Greek

  • Αμπρότζιο Στεφάνι ντα Φοσάνο — (Ambrogio Stefani da Fossano, 1451 – 1522). Ιταλός ζωγράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμό του, Μπεργκονιόνε. Μαζί με τον Φόπα θεωρούνται οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της ζωγραφικής σχολής της Λομβαρδίας πριν την εμφάνιση του Λεονάρντο ντα Βίντσι,… …   Dictionary of Greek

  • στεφανίτα — στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc nom/voc/acc dual στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίτας — στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc acc pl στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιτῶν — στεφανῑτῶν , στεφανίτης of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίται — στεφανί̱τᾱͅ , στεφανίτης of masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίταιν — στεφανί̱ταιν , στεφανίτης of masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίταις — στεφανί̱ταις , στεφανίτης of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”